καρπισμός

καρπισμός
καρπ-ισμός (A), , (καρπίζω A)
A exhaustion,

τῆς γῆς Thphr.CP4.8.2

.
II profit, Arist.Pr.952b6.
-------------------------------------------
καρπ-ισμός (B), , (καρπίζω B), [suff] καρπ-ιστεία and [suff] καρπ-ιστία, , = Lat.
A vindiciae, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καρπισμός — (I) ο (Α καρπισμός) [καρπίζω (Ι)] νεοελλ. συλλογή, συγκομιδή καρπών αρχ. εξάντληση («καρπισμὸς τῆς γῆς», Θεόφρ.). (II) καρπισμός, ὁ (Α) [καρπίζω (II)] η απελευθέρωση δούλου που γινόταν επίσημα με το άγγιγμά του από τον κύριό του με ράβδο …   Dictionary of Greek

  • καρπισμοί — καρπισμός exhaustion masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπισμοῦ — καρπισμός exhaustion masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπισμόν — καρπισμός exhaustion masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρφισμός — καρφισμός, ὁ (Α) ο καρπισμός, η συλλογή καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρ. ενός αμάρτυρου *καρφίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”