- καρπισμός
- καρπ-ισμός (A), ὁ, (καρπίζω A)A exhaustion,
τῆς γῆς Thphr.CP4.8.2
.II profit, Arist.Pr.952b6.-------------------------------------------καρπ-ισμός (B), ὁ, (καρπίζω B), [suff] καρπ-ιστεία and [suff] καρπ-ιστία, ἡ, = Lat.A vindiciae, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.